Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Δεκα μυθοι


Νίκος Παπανδρέου
Δέκα μύθοι και μία Ιστορία Εισαγωγή:
Για να σου γνωρίσω την Ελλάδα, θα μοιραζόμουν μαζί σου μια ντομάτα στις αμμουδιές της Σκοπέλου, θα σου άνοιγα με το σουγιά μου έναν αχινό και θα σου πρόσφερα τα κατακόκκινα αυγά του, καθώς η αλμύρα θα τέντωνε την επιδερμίδα στις πλάτες μας. Θ' αφηνόμασταν πάνω στα λευκά κύματα και το βράδυ θα μουσκεύαμε στο φως του φεγγαριού. Θα σου ξέραινα έναν αστερία και θα τον κρεμούσα στον τοίχο για να μυρίζει Αιγαίο το δωμάτιό σου, θα σου έδινα ν' ανασάνεις το άρωμα της λυγαριάς, του αμμόχορτου και της πιπερόριζας. Θα σου μάθαινα να παίζεις Μουντζούρη και Μακριά Γαϊδούρα και πώς να κάθεσαι στην αγκαλιά μιας φραγκοσυκιάς χωρίς να σε τρυπήσουν τ' αγκάθια της, θ' ακούγαμε βυζαντινούς ύμνους στην εκκλησία και θα ρουφούσαμε το μέλι από την κηρήθρα.
Για να σου γνωρίσω την Ελλάδα, θα σε πήγαινα στα μέρη μου, εκεί που κυνήγησε ο Ηρακλής τον Ερυμάνθιο Κάπρο, και θα άφηνα μια ογδοντάχρονη να σου ιστορήσει πώς ήρθε στον κόσμο ο παππούς μου, μετά από μια δύσκολη γέννα, με τον ομφάλιο λώρο τυλιγμένο στο λαιμό του έτοιμο να τον στραγγαλίσει, και πως βγήκε νικητής κρατώντας ένα τριαντάφυλλο στο χέρι και πως η μαμή του έβαλε ένα σύκο ανάμεσα στα σκέλια, για να μυρίζει γλυκά και να τραβάει τις γυναίκες όταν θα μεγαλώσει.
Θα σε πήγαινα στη Χίο, απέναντι από την Τουρκία, εκεί που γεννήθηκε ο πατέρας μου, και θα σου έδειχνα τοίχους σημαδεμένους από τουρκικές οβίδες. Δεν έχω παιδικές αναμνήσεις από τον πατέρα μου. Δεν θυμάμαι τη μυρωδιά της κολόνιας του, το σχήμα των χεριών του, τον τρόπο που φορούσε το καπέλο του. Τον βλέπω να τον κουβαλάνε στους ώμους τους χωρικοί, να στέκεται μόνος του σ' ένα μπαλκόνι, τον βλέπω κυκλωμένο από κόσμο, χαμένο στις αγκαλιές τους. θα σου μαρτυρούσα ότι δεν χρειαζόταν σύκα για να τραβάει τις γυναίκες, θα σου μιλούσα για τον τρόπο που έδειχνε να ξέρει τι σκέφτεται το πλήθος και την ικανότητά του να οδηγεί τις σκέψεις αυτές ένα βήμα πιο πέρα, κι ύστερα θα σ' άφηνα να διαλέξεις κάποιον στην τύχη για να σου πει γιατί τον μισεί ή γιατί τον λατρεύει.
Κάποτε, όταν ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά, με βρήκε στην κουζίνα του σπιτιού μας ένας άντρας με τη φωτογραφία του πατέρα μου κολλημένη κατάστηθα και μου έδωσε κάτι που έμοιαζε με κατάλογο κρεοπωλείου. Θα μπορούσε όμως να ήταν και νομικό έγγραφο:
Εγώ, ο υπογράφων, υπόσχομαι να προσφέρω στον αρχηγό τα κατωτέρω:
1 συκώτι
1 καρδιά
1 πνεύμονα
1 νεφρό
1 μικρό ή 1 μεγάλο έντερο
1 πόδι (όχι το δεξί που έχει δύο ουλές)
και να συνεργαστώ με τους θεράποντες γιατρούς που θα επιλεγούν για να τα αφαιρέσουν.
Θα σε μάθαινα να αναγνωρίζεις αυτή την ειδική ράτσα ανθρώπου, τον φανατικό, και θα σου έδειχνα πώς να τον ξεχωρίζεις μέσα στο πλήθος από το ασάλευτο βλέμμα του, από τον τρόπο που κινείται μέσα σ' ένα δικό του ήσυχο σύμπαν. Ξέρω να οσμίζομαι από μακριά το ιδρωμένο πάθος του. Ο φανατικός είναι αυτός που σε πνίγει στην αγκαλιά του, που χουφτώνει τα αχαμνά σου για να διαπιστώσει πόσο άντρας είσαι. Είναι αυτός που ανατρέπει την ισορροπία του κόσμου.
Όταν στις αρχές του '60 φύγαμε από την Αμερική και ήρθαμε στην Ελλάδα, τ' αδέλφια μου, εγώ κι η μητέρα μου -μια εντυπωσιακή πυρόξανθη βόρεια που γεννήθηκε σ' ένα εργατικό προάστιο του Σικάγου και είχε μάθει από τον πατέρα της να δουλεύει σκληρά, να κρατάει το μέτωπό της καθαρό και να μην γκρινιάζει για τον καιρό - έπρεπε να μάθουμε να ζούμε σε δύο κόσμους. Ο Αμερικανός παππούς, όταν του είπα πως είμαι ματιασμένος, μ' ανάγκασε να πλύνω το στόμα μου με σαπούνι για να το καθαρίσω από τις αηδίες που έλεγα, ενώ ο Έλληνας παππούς μ' έφτυσε στο μέτωπο και μου πρόσταξε να μην κοιτάξω κανέναν στα μάτια για είκοσι έξι ώρες. Διάβαζα Μπάτμαν στα αγγλικά και Μικρό Ήρωα στα ελληνικά, ονειρευόμουν ότι έκανα παρέα με τον Αβραάμ Λίνκολν αλλά και τον Γιώργο Θαλάσση και καταβρόχθιζα με το ίδιο πάθος τους γιαννιώτικους μπακλαβάδες της Ελληνίδας γιαγιάς και τις αμερικανικές μηλόπιτες - τις καλύτερες σ' όλη την περιοχή ανατολικά του Μισισιπή - που μας έφτιαχνε η άλλη γιαγιά, που είχε τιμηθεί το 1932 με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό μαγειρικής του Ιλινόι.
Από το τυχαίο και μόνο γεγονός ότι ο παππούς και ο πατέρας μου ήταν πολιτικοί, οι Έλληνες μ' αγκάλιαζαν, με φιλούσαν, με σήκωναν ψηλά, μου ζητούσαν να παντρέψω τις κόρες τους - ή να τις παντρευτώ ο ίδιος - και μου λέγαν μυστικά που μόνο στον εξομολογητή τους θα μπορούσαν να πουν. Αντίθετα από μένα, εκείνοι ακούγαν τη "μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων" και τα στρατιωτικά εμβατήρια. Για να μας προστατεύσουν, μας χάριζαν εικόνες, άναβαν κεριά, έκαιγαν λιβάνι στα σκαλοπάτια μας, ράντιζαν με βασιλικό βουτηγμένο στον αγιασμό τα σκαλιά του κήπου μας ή κρεμούσαν τάματα στο φράχτη και μας έφτυναν για να ξορκίσουν το κακό μάτι.
Τη νύχτα της δικτατορίας, όταν ένας αξιωματικός του στρατού - σαν αυτούς που σου έμαθα ήδη να ξεχωρίζεις - ήρθε να συλλάβει τον πατέρα μου, νόμιζα πως ήταν κλέφτης και μιμήθηκα τη σειρήνα του περιπολικού για να τον τρομάξω. Ήμουν σε μια ηλικία που μου άρεσε να κάνω διάφορους ήχους: το απειλητικό γάβγισμα του σκύλου, το χλιμίντρισμα του αλόγου, το ξυπνητήρι και τον τσιριχτό ήχο του καφέ που χύνεται από το μπρίκι. Δεν τρόμαξε. Όταν μπήκε στο δωμάτιο που κοιμόμουν, με κοίταξε ακίνητος. Νόμιζα πως αν τον πλησίαζα θα έπεφτα σε ρουφήχτρα, λες και μέσα του έκρυβε κάποιο μεγάλο μαγνήτη. Πρέπει να ζει, γιατί τον βλέπω ακόμα στα όνειρά μου.
Εκείνη τη νύχτα εξασθένησε η δύναμη της οικογένειας, απορρυθμίστηκε η τροχιά της. Η αδελφή μου κλείστηκε στον εαυτό της, ο μεγαλύτερος αδελφός μου θεώρησε ότι αυτός έφταιγε για τη σύλληψη του πατέρα και ρίχτηκε στην πολιτική σαν μινωικός χορευτής. Ο μικρός μου αδελφός οχυρώθηκε πίσω από το παραπλανητικό του χαμόγελο, ενώ εγώ έβλεπα στον ύπνο μου να πνίγομαι στα χέρια του φανατικού αξιωματικού. Όσο για τους γονείς μου, εξάντλησαν την αγάπη τους για το "υπέρτατο αγαθό" και τον "υπέρ πάντων αγώνα". Η πολιτική είναι ο εχθρός της οικογένειας. Μια αντίπαλη δύναμη. Κάποια στιγμή η αγάπη, όσο δυνατή κι αν είναι, ζαρώνει και κρύβεται στην γωνία, ενώ η πολιτική, ολόγυμνη και ιδρωμένη, εισβάλλει στην σκηνή σαν Μινώταυρος.
Η αλήθεια είναι πως από τα οκτώ μου χρόνια - τότε που πρωτόδα τον κόσμο να κατηφορίζει τους λόφους της Αχαΐας, να μαζεύεται από τα χωριά γύρω από το Καλέντζι και τις περιοχές της Τριταίας και να συγκεντρώνεται στην πλατεία Δημοκρατίας για να ακούσει τον παππού μου - ήθελα να γίνω κι εγώ ηγέτης του παλλόμενου πλήθους, να πυροδοτήσω και να δαμάσω την οργή του, να το κάνω να καταλάβει τη δύναμή του, να το κάνω να ξεσπάσει ακίνδυνα. Ήθελα να υψώσω τα χέρια μου στον ουρανό, να εκτοξεύσω κεραυνούς μέσα απ' τα μικρόφωνα, να μεθύσω με έξυπνους αφορισμούς και σαρκαστικές αποστροφές.
Πριν από κάθε ομιλία το πλήθος μοιάζει με φυλακισμένο θηρίο, όλο ζωντάνια, πεινασμένο από την προσμονή, έτοιμο να επιτεθεί. Όταν ο παππούς ανέβαινε στο βήμα ξεδιπλώνοντας το γυρτό κορμί του κι έσκυβε στο μικρόφωνο να πει τις πρώτες λέξεις, το θηρίο απελευθερωνόταν και διατράνωνε βρυχώμενο την ελευθερία του. Τα κτήρια τραντάζονταν, τα μπαλκόνια έτρεμαν και τα πανάρχαια βουνά έμοιαζαν να υποκλίνονται σε μια παρουσία επιβλητικότερη από τη δική τους. Η βοή του πλήθους έφτανε ως τα ουράνια, κουβαλώντας στα φτερά της την αδιαμόρφωτη ψυχή μου.
Μέσα σ΄ αυτό το πλήθος μεγάλωσα, έτσι που μερικές φορές νιώθω ότι αυτό είναι ο πραγματικός μου γονιός. Μέσα σ' αυτό το πλήθος γεννήθηκε η καρδιά μου, στριμωγμένη τόσο, που τη νιώθω έτοιμη να σπάσει.
Για να γνωρίσεις την Ελλάδα μου, μην ψάξεις να διασταυρώσεις τα γεγονότα, μην ελέγξεις τις ημερομηνίες στις εφημερίδες της εποχής, μη ρωτήσεις αυτούς που ξέρουν αν έτσι έγιναν τα πράγματα. ’κου μόνο. Ο ήχος του πλήθους είναι ο ήχος της ζωής μου.
Νίκος Παπανδρέου

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΗΣ

press.gr

Με λύπη μου είδα οτι  κανείς επίδοξος δημοσιογράφος δεν εγραψε τίποτα για την αιφνιδιαστική επίσκεψη που εκανε ο Πρωθυπουργος  στο ΙΚΑ της πλατείας Αττικής
στο ποιο υποβαθμισμένο υποκαταστημα ΙΚΑ που υπάρχει στην Αθήνα  για να ακούσει τά παραπονα τόσο των ασφαλισμένων οσο και του προσωπικου  του ,και κραταγε σημειώσεις   για ολα οσα του λέγανε και μετά ακουσε και τον κόσμο οταν βγήκε απο το  ΙΚΑ που εβλεπε τον Πρωθυπουργο της χώρας νά περπατάει στους δρόμους χωρίς συνοδεία και κουβαλώντας κανάλια μαζι του . Αυτό ειναι το νεο πρωσοπο της διακυβέρνησης της χώρας να βρίσκει ωρα  ο εκάστοτε υπουργος ή πρωθυπουργός
να ακούει απευθείας τον πολίτη και οχι οτι του σερβίρουν κάθε πρωϊ τα στημένα
ΜΜΕ